λιθοδερκής

λιθοδερκής
λιθοδερκής, -ές (Α)
αυτός που απολιθώνει με το βλέμμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. ιο-δερκής, οξυ-δερκής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιθοδερκέος — λιθοδερκής petrifying with a glance masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθόγληνος — λιθόγληνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λίθινους οφθαλμούς («λιθόγληνον πρόσωπον Τανταλίδος», Now.) 2. λιθοδερκής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)* + γλῆνος (τὸ) «μάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”